- συνοδεύω
- ΝΜΑ [ὁδεύω]1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ.β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔγ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.)2. (το παθ.) συνοδεύομαιεμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο (α. «ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγη» β. «τοῑς λαχάνοις συνοδευέσθω φύλλα μήκωνος», Ορειβ.)νεοελλ.1. κατευοδώνω κάποιον τιμητικά («τον επίσημο καλεσμένο συνόδευσαν οι αρχές τού νησιού»)2. εξασφαλίζω την προστασία τής ζωής κάποιου βαδίζοντας μαζί του («τον Πρόεδρο συνοδεύουν άνδρες τής αστυνομίας με πολιτικά»)3. μεταφέρω ως κρατούμενο («τον υπόδικο συνόδευαν τρεις αστυνομικοί»)4. είμαι συνοδός φιλοξενούμενης ή καλεσμένης μου («ποιος τήν συνόδευε;»)5. ακολουθώ με τη φωνή μου ή με μουσικό όργανο την κύρια μελωδία, ακομπανιάρω6. (σχετικά με φαγητό) συμπληρώνω το κύριο γεύμα με άλλα εδέσματα («θα συνοδέψω το ψάρι με λαχανικά και πατάτες»)7. επακολουθώ, έρχομαι ως αποτέλεσμα («τον πόλεμο συνοδεύουν μύρια δεινά»)μσν.-αρχ.(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε σύνοδο («συνοδεύουσαν Ἡλίῳ Σελήνην»).
Dictionary of Greek. 2013.